Ο σούπερ σταρ, Φράνσις, μπορεί να έσπασε το φράγμα του ενός εκατομμυρίου λιρών, αλλά παρέμεινε ο Τρέβορ για τους φίλους του!

«The first 1 million pounds football player»... Εκείνη τη μέρα  του 1979 που ο Τρέβορ Φράνσις γινόταν ο πρώτος ποδοσφαιριστής που έσπαγε το μυθικό φράγμα του ενός εκατομμυρίου λιρών, η ζωή του άλλαζε! Η φήμη, όμως, δεν άλλαξε ποτέ τον χαρακτήρα του. Και φεύγοντας από τον μάταιο, τούτο, κόσμο, αυτό κρατάω από τη γνωριμία μας! Γράφει ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος.  



Ο σούπερ σταρ, Φράνσις, μπορεί να έσπασε το φράγμα του ενός εκατομμυρίου λιρών, αλλά παρέμεινε ο Τρέβορ για τους φίλους του!

Ο Τρέβορ Φράνσις δεν είναι πλέον εδώ.. Στα 69 του χρόνια και αφού ποτέ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει την απώλεια της συζύγου του το 2017, έφυγε από τα εγκόσμια αφήνοντας σπουδαία κληρονομιά! Στο βιβλίο μου με τίτλο #FOOTBALLTALK το 2019 που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΤΟΠΟΣ, υπάρχει ένα ολόκληρο κεφάλαιο για τις συναντήσεις και τη συνέντευξη που είχα με τον Τρέβορ Φράνσις, ένα αληθινό παιδί θαύμα του αγγλικού ποδοσφαίρου.

Η μεταγραφή του το 1979 ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων όπως και κάθε φορά που πληρώνεται ένα τεράστιο ποσό για μεταγραφή. Αφόρητη βαρεμάρα από τα ίδια και τα ίδια σχόλια που παραμένουν απαράλλαχτα! «Πώς είναι δυνατόν κάποιος να κοστίζει τόσα πολλά λεφτά;» και επίσης το πιο «κλασικό» απ’ όλα τα επιχειρήματα: «Αν αυτός αξίζει τόσα, τότε ο τάδε που με τη μπάλα έκανε φοβερά πράγματα, πόσο θα έπρεπε να είναι η αξία του;».
Οι απαντήσεις θα είναι πάντα οι ίδιες επίσης: ο καθένας κοστίζει πολλά για την εποχή του και σε τελική ανάλυση την αξία την καθορίζει η αγορά αλλά την αποτιμά η προσφορά και όχι το ταμπελάκι.

Σήμερα ακούγεται ως ανέκδοτο, αλλά τότε, το 1979, μόνο δύο ποδοσφαιριστές σε ολόκληρο τον πλανήτη είχαν κοστίσει ανάλογα  εξωφρενικά (για την εποχή) χρήματα: ο Γιόχαν Κρόιφ – το 1973 – με 1.000.000 δολάρια είχε πάει από τον Άγιαξ στην Μπαρτσελόνα και ο Μπέπε Σαβόλντι – το 1975 – με 1,2 εκατομμύρια δολάρια είχε αφήσει την Μπολόνια για να μετακινηθεί στη Νάπολι.

Ωστόσο, η περίπτωση του Φράνσις ήταν αυτή που συγκλόνισε, διότι τότε στην Αγγλία το ρεκόρ ήταν μόλις 516.000 λίρες! Μαζί με διάφορα μπόνους, η Νότιγχαμ Φόρεστ πλήρωσε στην Μπέρμιγχαμ 1,2 εκατομμύρια λίρες... Ο Φράνσις ήταν 24 χρονών αλλά ήδη από τα 16 του ήταν ένα παιδί θαύμα, με 120 γκολ σε 280 εμφανίσεις. Έγινε ο νεότερος σκόρερ στη μεγάλη κατηγορία, γκρεμίζοντας ένα ρεκόρ που κρατούσε, τότε, σχεδόν έξι δεκαετίες! Και με τα τέσσερα γκολ που πέτυχε εναντίον της Μπόλτον πριν κλείσει τα 17 του χρόνια, τον χειμώνα της σεζόν 1970-71, παραμένει ο πιο μικρός σε ηλικία επαγγελματίας που πέτυχε κάτι ανάλογο στις δύο μεγάλες κατηγορίες στα 135 χρόνια του αγγλικού ποδοσφαίρου!

«Όταν άρχισα να παίζω, δεν μπορούσα να αντιληφθώ γιατί γινόταν η συζήτηση σχετικά με το πρόσωπό μου», μου είπε μια βραδιά που πίναμε μπίρες σε ένα ξενοδοχείο έπειτα από ένα ματς, από τα πολλά που βρεθήκαμε δίπλα δίπλα σε γήπεδα για περιγραφές στο Champions League. «Αλλά αυτό το απόγευμα με τα τέσσερα γκολ μου έδωσε να καταλάβω πως μπορώ να παίξω και να ξεχωρίσω γιατί οι αμυντικοί ήταν διπλάσιοι σε μέγεθος από μένα», συμπλήρωσε.

Συνεπώς, η επόμενη ερώτηση ήρθε φυσιολογικά. Στη σημερινή εποχή, ένας νεαρός μετά από δύο χρόνια, το πολύ, θα πίεζε για μεταγραφή, απειλώντας πως δεν θα ξαναπαίξει. Εσύ γιατί δεν έφυγες πιο πριν; Το χαμόγελό του πρόδιδε μια πίκρα αλλά και μια αμηχανία. «Δεν μπορούσα, ξέρεις, να το κάνω γιατί χρωστούσα πολλά στην ομάδα και στους οπαδούς, ζητούσα μεταγραφή αλλά δεν μου την έδιναν»...

Τον ξαναρώτησα μια φορά σε μία ζωντανή συζήτηση στο ραδιόφωνο στον ΣΠΟΡ FM το 2009, με αφορμή την επέτειο για τα τριάντα χρόνια από τη μεταγραφή!

«Δεν ήταν τα πράγματα όπως σήμερα, δεν είχαμε ατζέντηδες να μας φουσκώνουν τα μυαλά και γενικά ήμασταν πιο δεμένοι με την ομάδα που μας έδινε την ευκαιρία να αναδειχτούμε», μου απάντησε.

Πριν προλάβω να ρωτήσω, συνέχισε καταιγιστικός: «Ξέρεις, το πρόβλημα σήμερα είναι πως με πέντε καλά παιχνίδια τους τρελαίνουν οι ατζέντηδες και τους ξεσηκώνουν και νομίζουν πως έγιναν σταρ. Και μετά, όταν κάτι δεν πάει καλά, τους φταίνε όλοι οι άλλοι εκτός από τον εαυτό τους!». Αυτή είναι μια απάντηση που, νομίζω εξηγεί πολλά.

Ένα φοβερό στοιχείο είναι πως εκείνη την εποχή η μόνη άλλη ομάδα που μπορούσε να πληρώσει τόσα πολλά για να τον αποκτήσει δεν ήταν η Λίβερπουλ ούτε η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ , αλλά η... Κόβεντρι, που είχε αμερικανική συνιδιοκτησία! Ακούγεται παλαβό, αλλά ισχύει απόλυτα...

«Έτσι είναι, αλλά η επιλογή μου ήταν άμεση. Γιατί ήθελα να παίξω στο Κύπελλο Πρωταθλητριών», ήταν τα λόγια του εκείνη τη μέρα που κάθε λέξη που έβγαινε από το στόμα του απέπνεε νοσταλγία. Πηγαίνοντας στη Φόρεστ, αν και ήταν ο πιο ακριβός Βρετανός παίκτης, ο Μπράιαν Κλαφ τον άφησε στον πάγκο στα τρία πρώτα παιχνίδια, ενώ τον έβαλε να φτιάξει τσάι για τους υπόλοιπους συμπαίκτες του στα αποδυτήρια!

Τον ρωτάω πόσο σημαντικός ήταν και η απάντηση ήρθε αβίαστα: «Ήταν ένας απίστευτος τύπος, ήξερες πως δεν μπορείς να παίξεις μαζί του, συνεπώς ή έκανες αυτό που ήθελε ή έπαιρνες δρόμο».

Στο πρώτο του ευρωπαϊκό ματς στον τελικό του 1979 χάρισε στη Φόρεστ το τρόπαιο σκοράροντας. Αυτή παραμένει στο μυαλό του ως η πιο σημαντική στιγμή της καριέρας του.

«Ήταν το παιχνίδι εναντίον της Μάλμε που έγινε στο Μόναχο και η Νότιγχαμ ήταν το ξεκάθαρο φαβορί, αλλά οι Σουηδοί είχαν κρατήσει πολύ κόσμο πίσω από την μπάλα. Είδα τον Ρόμπερτσον να τρέχει και να σεντράρει και κινήθηκα γρήγορα. Ποτέ δεν είχα ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στο κεφάλι μου, όμως εκείνη τη νύχτα έκανα την καλύτερη επιλογή. Αν πρέπει να κρατήσω μια στιγμή από όλη την καριέρα μου, είναι αυτή που βλέπω την μπάλα σ’ εκείνο το ματς να πηγαίνει στα δίχτυα».

Γενικά πάντως ήταν άτυχος στη ζωή του από τραυματισμούς. Έπαιξε 52 φορές στην εθνική Αγγλίας, πήγε στο Μουντιάλ του 1982, αλλά πιστεύει πως η ευκαιρία του ήταν νωρίτερα, τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1980.

«Ήμουν στην καλύτερη κατάσταση της καριέρας μου. Είχα πρωταγωνιστήσει στα ημιτελικά με τον Άγιαξ και η Φόρεστ ήταν πάλι στον τελικό. Τραυματίστηκα και έλειψα για μήνες, μέχρι τον Νοέμβριο. Έχασα τον τελικό όπου νικήσαμε το Αμβούργο στη Μαδρίτη αλλά μαζί και την ευκαιρία να πάω στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, που έγινε στην Ιταλία, με την εθνική ομάδα. Ήταν η πρώτη παρουσία της Αγγλίας σε ένα τουρνουά μια δεκαετία μετά τον αποκλεισμό από τη Γερμανία στο Μεξικό το 1970». Εκείνη η ομάδα της Αγγλίας είχε πολλές δυνατότητες.

«Ακριβώς. Σε σύγκριση με δύο χρόνια αργότερα στα γήπεδα  της Ισπανίας για το Μουντιάλ. Είχαμε τον Κίγκαν γερό, που ήταν ταυτόχρονα ο καλύτερος παίκτης της Ευρώπης, συν τον Μπρούκινγκ που οι τραυματισμοί τον κράτησαν επίσης το 1982 εκτός ομάδας. Ο προπονητής, Ρον Γκρίνγουντ, με χρησιμοποιούσε στην κανονική μου θέση, αυτή του σέντερ φορ και όχι πλάγια όπως ο Κλαφ στη Νότιγχαμ. Αλλά δεν έμελλε να συμβεί».

Ακολούθησε μια μετακίνηση με πολλά λεφτά στη Μάντσεστερ Σίτι, όπου έπαιξε αρκετά καλά αλλά υπήρχαν τρομερά οικονομικά προβλήματα. Ακολούθησε η ευκαιρία να παίξει στην Ιταλία.

«Στη Σίτι που τη λατρεύω ακόμα, τα πάντα πήγαν λάθος. Ξεκινήσαμε καλά και ήμασταν πρώτοι στη βαθμολογία, κερδίζοντας  τα Χριστούγεννα στο “Άνφιλντ”! Σκέψου πως ήταν κάτι σπάνιο και έμεινε έτσι για πολλά χρόνια. Αλλά η ομάδα δεν είχε λεφτά και βούλιαξε, οπότε μέσα σε δεκαέξι μήνες από διεκδικήτρια τίτλου, υποβιβάστηκε!» τονίζει.

Η μετακίνησή του στη Serie A ήρθε αμέσως μετά το Μουντιαλ του 1982, όπου η Αγγλία αποκλείστηκε αήττητη. «Στη Γένοβα με τη φανέλα της Σαμπντόρια πέρασα τέσσερα υπέροχα χρόνια. Πήραμε τον πρώτο τίτλο στην ιστορία τους, το Κύπελλο Ιταλίας όταν ήρθε και ο Σούνες από τη Λίβερπουλ και έφυγα πολύ ικανοποιημένος από εκεί, γιατί έπαιξα ίσως το καλύτερο ποδόσφαιρο στην καριέρα μου. Τα χρόνια αυτά μπήκαν οι βάσεις για να πάρει αργότερα, το 1991, η Σαμπντόρια, το πρωτάθλημα αλλά και το Κύπελλο Κυπελλούχων. Τότε είχαμε τους νεαρούς Βιάλι και Μαντσίνι να παίζουν μαζί μας και να μαθαίνουν». Εκεί έπαιξε περίπου 80 ματς και σκόραρε 35 φορές – ακόμα τον θυμούνται νοσταλγικά στη Γένοβα.

Έπαιξε στην Αταλάντα, στη Ρέιντζερς της Γλασκώβης και στην ΚΠΡ, προτού γίνει προπονητής και σημειώσει σοβαρές επιτυχίες, ειδικά με τη Σέφιλντ Γουένσντεϊ με την οποία διεκδίκησε το Πρωτάθλημα το 1992 και την επόμενη χρονιά έφτασε στον τελικό απέναντι στην Άρσεναλ, τόσο στο Κύπελλο όσο και στο Λιγκ Καπ.

Από τις πολλές κουβέντες μας κρατάω αυτό που μου είπε σχετικά με την κόντρα του με τον Κλαφ που τον άφησε εκτός αποστολής στη Μαδρίτη το 1980 στον δεύτερο τελικό της Νότιγχαμ, εκεί όπου νίκησε το Αμβουργο. «Δυστυχώς, έτσι ήταν η ζωή μαζί του. Φοβερός, διορατικός, πιεστικός αλλά κυνικός, συνεπώς δεν ήθελε τραυματίες μαζί με την ομάδα! Με στεναχώρησε πάρα πολύ, αισθάνθηκα πως κάτι ράγισε μέσα μου όσον αφορά την ομάδα έπειτα από αυτό. Είδα τον τελικό σε ένα ξενοδοχείο στις Κάννες και όχι στο γήπεδο. Το πιστεύεις; Και ούτε στο λεωφορείο που κάναμε τον γύρο της πόλης με το Κύπελλο δεν με φώναξε!».

Ωστόσο, πάντα τον θεωρεί μια ξεχωριστή φυσιογνωμία. «Ο Μπράιαν, αυτός ήταν και τον ξέραμε, και χωρίς αυτόν η Νότιγχαμ δεν θα είχε κάνει τίποτα. Φυσικά, όταν με ρώτησαν οι δημοσιογράφοι, είπα πως ήταν δική μου απόφαση να μην πάω και να μείνω πίσω, αλλά με ενόχλησε πολύ».

Ο Φράνσις δεν υπήρχε περίπτωση να πει δημόσια κάτι που θα προσβάλλει και αυτό γιατί έτσι ήταν ο χαρακτήρας του. Ένα σούπερ σταρ που λεγόταν Φράνσις, αλλά για όλους τους ανθρώπους που τον γνωρίζουν παρέμεινε ο Τρέβορ, ένα απλό παιδί. Πέρασε μία πολύ σοβαρή περιπέτεια υγείας με την καρδιά του το 2012 και το 2017 έχασε τη σύζυγό του, Έλεν, με την οποία ήταν μαζί από το 1974. Την απώλεια της δεν την ξεπέρασε ποτέ!

Και κακά τα ψέματα, για όλους εμάς που μεγαλώσαμε με αυτά τα ονόματα παρακολουθώντας ποδόσφαιρο στη δεκαετία του ‘70, όταν κάποιος φεύγει, μαζί του χάνεται και ένα κομμάτι από το δικό μας εαυτό!