Αυτό το «thanks mate» τού το λέω 22 χρόνια!
Οσοι με ξέρουν χρόνια, μπορεί να ξέρουν και την ιστορία. Ας με συγχωρέσουν λοιπόν που θα την ξαναπώ, αλλά είναι από τις πολύ ιδιαίτερες ιστορίες της επαγγελματικής μου διαδρομής. Οι πολλοί, άλλωστε, δεν την ξέρουν. Κι αν την άκουσαν κάποτε, ίσως να μην τη θυμούνται. Δεν είμαι δα και κανένας πολύ σπουδαίος, για να ξέρει και για να θυμάται ο καθένας τις μικρές ιστορίες της ζωής μου.

Σεπτέμβριος του ’91 στο τότε ανατολικό αεροδρόμιο. Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, κάτοχος του Κυπέλλου Κυπελλούχων Ευρώπης και επίδοξη πρωταθλήτρια Αγγλίας για πρώτη φορά μετά από 25 χρόνια (τα οποία έμελλε να γίνουν 26) ερχόταν στην Αθήνα για να παίξει στην προαναφερθείσα διοργάνωση με τον φιναλίστ του τελευταίου τελικού του Κυπέλλου Ελλάδας (και… κομήτη στο ποδοσφαιρικό προσκήνιο της εποχής) Αθηναϊκό.
Η πτήση τσάρτερ που προσγειώθηκε το μεσημέρι της Τρίτης 17 Σεπτεμβρίου 1991 ήταν το αντικείμενο της αποστολής μου στο αεροδρόμιο για τις ανάγκες του τηλεοπτικού σταθμού TELECITY. Αλλά, για να τα λέμε και όλα, η… ταχυπαλμία που μου προκάλεσε η θέα των παικτών της αγγλικής ομάδας, ντυμένων σε ολόλευκες φόρμες και έτοιμων για μια άμεση προπόνηση-γνωριμία με το γήπεδο της Λεωφόρου, είχε αφετηρία τη λαχτάρα της πρώτης επαφής της ζωής μου με την ομάδα που λάτρευα από παιδάκι -και όχι τόσο το δημοσιογραφικό μου ενδιαφέρον, όσο και αν οι επαγγελματικές μου παραστάσεις ήταν ακόμα ελάχιστες και ασήμαντες.
Παρέα με τον κατά τι νεότερό μου γιο του… αφεντικού και αγαπημένο μου φίλο (και τότε και τώρα) Γιάννη Καρατζαφέρη, ξαμοληθήκαμε να πάρουμε συνεντεύξεις από τις φίρμες της εποχής: τον Ρόμπσον, τον Μακ Κλερ, τον Χιουζ, τον Πάλιστερ, τον Σμάιχελ και άλλους. Εγώ, αφού μίλησα με κάποιους την ώρα που περίμεναν τις αποσκευές τους (πόσο… ερασιτεχνικά κι αθώα ήταν όλα τότε) αναζήτησα το ανερχόμενο αστέρι της εποχής, τον εικοσάχρονο Λι Σαρπ που είχε λάμψει στον τελικό του Ρότερνταμ με αντίπαλο την Μπαρτσελόνα λίγους μήνες νωρίτερα.
Μικρά παιδιά ήμασταν, δεν ξέραμε, ούτε ίντερνετ υπήρχε για να μάθουμε από πριν τη σύνθεση της αποστολής. Καλά καλά δεν ξέραμε ποιος ήταν ο εκπρόσωπος τύπου της ομάδας. Δεν τον έβρισκα πουθενά τον Σαρπ και έπρεπε να ρωτήσω. Αλλά να ρωτήσεις τον Ρόμπσον και τον Χιουζ (ή ακόμα και τον Μπλάκμορ ή τον Γουάλας) πού ήταν ο Σαρπ; Ντροπή…
Η λύση βρέθηκε γρήγορα. Σε μια γωνιά της αίθουσας, μακριά από κάμερες, φώτα και ερωτήσεις για τη… ζέστη (που, ως γνήσιοι κουτοπόνηροι Ελληνάρες, νομίζαμε ότι θα… έλιωνε τους Βρετανούς) καθόταν ένα πιτσιρίκι. Κανονικό πιτσιρίκι. Ανήλικο ακόμα. Δεν θα του έδινα σημασία του… χθεσινού, τη στιγμή που το αεροδρόμιο ήταν γεμάτο από τα ινδάλματά μου, όμως δεν είχα άλλη επιλογή. Τον πλησίασα με το τουπέ του… μελλοντικού Διακογιάννη.
«Where is Lee Sharpe?» («Πού είναι ο Λι Σαρπ»)
«He is injured» («Είναι τραυματίας»)
«OK. Thaks mate» («Εντάξει. Ευχαριστώ, φίλε»)
Και του γύρισα την πλάτη με στιλ. Να μην παίρνει και θάρρητα ο νεανίας. Πιο μικρός κι από μένα ήταν!
Εικοσιδύο χρόνια μετά, το συνεσταλμένο αγόρι του αεροδρομίου είναι ο μεγαλύτερος Βρετανός ποδοσφαιριστής όλων των εποχών! Με δεκατρία πρωταθλήματα Αγγλίας, τέσσερα Κύπελλα και δύο Τσάμπιονς Λιγκ, με σχεδόν χίλια ματς ΜΟΝΟ με τη φανέλα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και με «ένσημα» σε 24 περιόδους του αγγλικού ποδοσφαίρου, δεν μπορεί να υπάρχει μεγαλύτερος από τον Ράιαν Γκιγκς
Ναι, αυτός ήταν ο «μικρός» που… σνόμπαρα! Κι ας ήξερα (ήδη) ποιος ήταν, έστω και αν οι ελληνικές εφημερίδες της εποχής δεν είχαν… αποφασίσει ακόμα αν το όνομά του προφερόταν Γκιγκς ή… Τζιγκς. Αν ήξερα τι θα γινόταν στα χρόνια που έρχονταν, θα παρατούσα όλους τους άλλους και θα έμενα μαζί του όλη την ώρα. Θα του έπαιρνα συνέντευξη και αυτόγραφο, θα βγάζαμε φωτογραφίες, θα του κουβαλούσα τα πράγματα ως το πούλμαν και θα τον περίμενα την άλλη μέρα, μετά το 0-0 με τους Βυρωνιώτες, στο ίδιο μέρος για να του κουνήσω το μαντήλι.
Σαράντα χρόνια κλείνουν σήμερα από τότε που ο γιος ενός (δεκαοκτάχρονου!) παίκτη ράγκμπι από τη Σιέρα Λεόνε και μιας συνομήλικής του Ουαλής έκλαψε για πρώτη φορά. Και εικοσιέξι χρόνια κλείνουν από τη μέρα που ο Αλεξ Φέργκιουσον πήγε στο φτωχικό του στο Σάλφορντ, ανήμερα των 14ων γενεθλίων του, για να πείσει τον Ράιαν Γουίλσον να υπογράψει δελτίο στη Γιουνάιτεντ.
Από τότε μέχρι σήμερα, άλλαξαν τα πάντα. Ακόμα και το επώνυμό του από Γουίλσον σε Γκιγκς, όταν χώρισαν οι γονείς του. Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ μετατράπηκε από κοιμώμενος γίγαντας σε σατράπη των αγγλικών γηπέδων και παγκοσμίου κατανάλωσης εμπορικό προϊόν. Ο Φέργκιουσον έγινε Σερ και πλέον είναι συνταξιούχος. Το ανατολικό αεροδρόμιο είναι πίστα για καρτ και το Κύπελλο Κυπελλούχων δεν υπάρχει. Ο Αθηναϊκός, από ομάδα-έκπληξη που ανάγκαζε την Κυπελλούχο Ευρώπης να παίξει παράταση για να τον αποκλείσει, παλεύει να κρατηθεί στην Α ΕΠΣΑ. Η Λεωφόρος είναι ξανά έδρα του Παναθηναϊκού στην τρίτη (μετά το 2000 και το 2007) επιστροφή του σε αυτήν. Ο Καρατζαφέρης είναι μπαμπάς και εγώ εκατό (και πάλι καλά να λέω) κιλά.
Αλλά ο λιγομίλητος νεαρός του αεροδρομίου είναι ακόμα εδώ. Πάντα παρών. Με το κοστούμι στα αεροπλάνα ή με την κόκκινη φανέλα μέσα στα γήπεδα. Σύμβολο μιας αυτοκρατορίας, φάρος συνέπειας και επαγγελματισμού, απαραίτητος και ποτέ «τσόντα»: ούτε τότε στα μικράτα του, ούτε τώρα στα δεύτερα –άντα. Αληθινό φαινόμενο, με επιδόσεις που είναι αδύνατο να καταρριφθούν. Συγχαίρω, υποκλίνομαι, ευχαριστώ και απολογούμαι για την αγένεια και την έπαρση εκείνου του μεσημεριού…
ΥΓ. Πολλή Γιουνάιτεντ στη στήλη μου αυτή τη βδομάδα. Ετυχε. Θα... επανορθώσω