Ο Νέντουμ Ονουόχα στο England365: «Πέτυχα, έζησα το όνειρο – Ο Σαμαράς ήταν πολύ δυναμικός, απολάμβανα να παίζω μαζί του»

Γεννήθηκε στη Νιγηρία και μεγάλωσε στην Αγγλία. Ένας εξαιρετικός μαθητής, ένα λαμπρό μυαλό με φανταστικές επιδόσεις στoν στίβο. Τελικά, τον κέρδισε το ποδόσφαιρο, το οποίο και έζησε όπως εκείνος ήθελε, παρά τις όποιες δυσκολίες. Υπήρξε σημαντικό κομμάτι της Μάντσεστερ Σίτι ως παίκτης, συνεχίζοντας μέχρι και σήμερα ως community ambassador της ομάδα. Ο Νέντουμ Ονουόχα μίλησε στην Σουζάννα Μποντίνη και το England365 εφ’ όλης της ύλης. Από την πρώτη του επαφή με το ποδόσφαιρο, τα χρόνια του στους «πολίτες» και τους τραυματισμούς, με τους οποίους ήρθε αντιμέτωπος, μέχρι και για την ζωή και το έργο του μετά την απόσυρσή του.  



Ο Νέντουμ Ονουόχα στο England365: «Πέτυχα, έζησα το όνειρο – Ο Σαμαράς ήταν πολύ δυναμικός, απολάμβανα να παίζω μαζί του»

Γέννημα θρέμμα των ακαδημιών της Μάντσεστερ Σίτι, ξεκίνησε την επαγγελματική του πορεία με τους «πολίτες». Από το 2004 και για οκτώ χρόνια υπηρέτησε πιστά στο πλευρό τους. Και πόσο τυχερός νιώθει ένας ποδοσφαιριστής όταν καταφέρνει να παίξει για την ομάδα που αγαπάει και υποστηρίζει από μικρό παιδί. Ας μην προτρέχουμε, όμως, και ας πάρουμε τα πράγματα από την... πολύ αρχή!

Έχει ανατραφεί σε ένα αυστηρό νιγηριανό περιβάλλον, όπου το σχολείο ερχόταν πάντα πρώτο. Όχι ότι δεν υπήρχε χώρος για τον αθλητισμό, όμως αποτελούσε δευτερεύον μέλημα. Περισσότερο χόμπι, παρά επαγγελματική αποκατάσταση. Αν δεν μελετούσε, όπως θα έπρεπε δε, του απαγόρευαν οι γονείς του να παίξει ποδόσφαιρο ή όποιο άλλο άθλημα. Όμως, μια δουλειά γραφείου, μια ρουτίνα, όπως κάθε άλλου... κοινού θνητού, απλώς δεν ήταν γραφτή για εκείνον.

«Όταν ήμουν νεότερος διέπρεπα στα περισσότερα αθλήματα. Προσπάθησα να βάλω το ποδόσφαιρο αρχικά στην ζωή μου, όμως το σχολείο ήταν πάντα προτεραιότητα, επομένως αποτελούσε πάντα χόμπι και όχι μελλοντικό επάγγελμα. Παρόλα αυτά, στην ηλικία των 16, όταν τελείωσα με τις εξετάσεις, κατάφερα να μπω στην ομάδα νέων της Σίτι και άλλαζα διαρκώς σχολεία, αφού το ποδόσφαιρο άρχισε να γίνεται full time και πληρωνόμουν μέσα από αυτό. Δύο χρόνια αργότερα άρχισα να παίζω συχνά στην πρώτη ομάδα της Μάντσεστερ Σίτι, επομένως δεν δυσκολεύτηκα να πάρω αυτή την απόφαση, όπως δεν δυσκολεύτηκα να την πάρω και στα 16 μου».

Ένας κλάδος του αθλητισμού, στον οποίο ήταν ειλικρινά... άπιαστος ήταν ο στίβος. Στην ηλικία των 14, το 2001, τερμάτισε δεύτερος στο διαγωνισμό 100 μέτρων του Αθλητικού Συλλόγου Παίδων των αγγλικών σχολείων, καταφέρνοντας να ξεπεράσει τον πρώην δρομέα της Μεγάλης Βρετανίας, Κρεγκ Πίκερινγκ. Επίσης, μαζί με τον διεθνή αθλητή στο άλμα εις μήκος, Τζόναθαν Μουρ, κατέχει το ρεκόρ στο όρθιο τριπλούν για αγόρια κ15 σε διαγωνισμούς του Sportshall. Ίσως τελικά, να μην ήταν ούτε αυτό γραφτό να γίνει...

«Δεν μετανιώνω που δεν έγινα αθλητής στίβου, αγαπώ το άθλημα μέχρι και σήμερα και το παρακολουθώ. Τώρα που έχω αποσυρθεί από το ποδόσφαιρο, άρχισα να προπονούμαι περισσότερο στον στίβο στον ελεύθερό μου χρόνο. Είναι, χωρίς αμφιβολία, ένα από τα αγαπημένα μου αθλήματα. Το ότι είχα την ευκαιρία στα 16 μου να έχω μια επαγγελματική ποδοσφαιρική πορεία και να δω μερικά απίστευτα μέρη σε όλο τον κόσμο, είναι κάτι για το οποίο, επίσης, δεν μετανιώνω. Ποιος ξέρει πως θα ήταν τα πράγματα αν είχα επιλέξει τον στίβο. Όμως, είμαι περήφανος για το πως εξελίχθηκε η ζωή μου και διασκέδασα πολύ παίζοντας μπάλα».

Δεν επαναπαύθηκε, παρόλα αυτά, μόνο στην αγάπη του για το δημοφιλέστερο άθλημα στον κόσμο. Σπούδασε, είναι κάτοχος πτυχίου λογιστικής και κατέρριψε την λανθασμένη και αβάσιμη άποψη όσων ισχυρίζονται ότι οι ποδοσφαιριστές είναι «άμυαλοι» και χωρίς ίχνος εξυπνάδας.

«Πιστεύω πως η εκπαίδευση αποτελεί έναν εξαιρετικό τρόπο να προετοιμαστείς για τον μέλλον, αλλά δεν είναι για όλους, καθώς οι άνθρωποι διακρίνονται σε διαφορετικά πράγματα. Πολλοί είναι εκείνοι που παραμένουν πετυχημένοι στην ζωή τους και μετά το ποδόσφαιρο, ακόμη και αν δεν διαθέτουν σημαντικά ακαδημαϊκά προσόντα. Εμένα προσωπικά με βοήθησε και εκτιμώ την γνώση που απέκτησα από το σχολείο και το πανεπιστήμιο. Όσους πιστεύουν ότι οι ποδοσφαιριστές είναι άμυαλοι, θα τους ρωτήσω απλά, πόσους γνωρίζουν στην πραγματικότητα;»

Η οικογένειά του, όσο αυστηρή και αν υπήρξε πάντοτε στήριξε τις αποφάσεις του, γνωρίζοντας τι παιδί έχουν αναθρέψει. Του έδειχναν εμπιστοσύνη και δεν τον αμφισβήτησαν ποτέ. Ειδικά η μητέρα του! Κάθε γιος έχει μια ιδιαίτερη αδυναμία στην μητέρα του και το αντίστροφο. Μια αγάπη που συνεχίστηκε και σε επαγγελματικό επίπεδο, αφού υπήρξε η ατζέντης του. Με όμορφες αναμνήσεις που θα μείνουν ανεξίτηλες στην καρδιά του.

«Ήταν πολύ εύκολο να δουλέψω με την μητέρα μου. Αυτή, όπως και η υπόλοιπη οικογένειά μου, είναι οι άνθρωποι που εμπιστευόμουν όσο κανέναν άλλον. Άλλωστε, το μόνο που γνώριζα σε όλη μου τη ζωή ήταν η οικογένεια και πόσο σημαντική είναι. Ναι, η οικογένειά μου ήταν αυστηρή, όμως για το δικό μου όφελος. Από την άλλη, ίσως να ήταν αυστηροί απλώς συγκριτικά με άλλους ανθρώπους που παίζαμε στην ίδια ομάδα».

Αναφέρθηκα σε αναμνήσεις πλέον, καθώς το 2012 η μητέρα του, Δρ. Αντόνια Ονουόχα, έφυγε νωρίς από την ζωή, σε ηλικία 53 ετών. Νικήθηκε από τον καρκίνο, όμως ποτέ δεν σταμάτησε να υποστηρίζει τον γιο της, ακόμη και όταν αρρώστησε. Ο Νέντουμ το λιγότερο που μπορούσε να κάνει, ήταν να αφιερώσει την καριέρα του στην μνήμη της, αφού η βοήθειά της, η αγάπη της και οι συμβουλές της τον έκαναν τον άνθρωπο και ποδοσφαιριστή που κατάφερε να γίνει.

Έναν χρόνο περίπου πριν τον θανατό της, το 2011, ένα δυσάρεστο γεγονός έλαβε χώρα με τον τότε CEO της Μάντσεστερ Σίτι, Γκάρι Κουκ, ο οποίος έγινε πρωτοσέλιδο σε όλη την Αγγλία, όταν χλεύασε την μάχη της μητέρας του με τον καρκίνο. Μια απερίσκεπτη πράξη χωρίς ίχνος ευαισθησίας και σεβασμού προς την ανθρώπινη ζωή.

«Κοιτώντας πίσω στον χρόνο, εύχομαι να είχα αντιδράσει λιγότερο επαγγελματικά, καθώς αυτό που συνέβη ήταν απαράδεκτο. Ο αντίκτυπος που είχε στους γονείς μου ήταν πολύ σκληρός, αλλά σαν ένας νεαρός που προσπαθούσε να βρει τον δρόμο του στο ποδόσφαιρο, δεν το είχα παρατηρήσει πλήρως. Είναι φορές που το μετανιώνω πραγματικά, γιατί σήμερα δεν θα πάλευα μόνο για τον εαυτό μου, αλλά και για οποιονδήποτε άλλον βίωνε μια παρόμοια κατάσταση».

Αυτή την ανθρωπιά και την παιδεία την έχει αποκτήσει από μικρός, φτάνοντας στις επιτυχίες που έχει σημειώσει ανά τα χρόνια, με αποκορύφωμα την οκτάχρονη καριέρα του με τους «πολίτες». Επτάχρονη, αν εξαιρέσουμε την σεζόν 2010/11, όταν δόθηκε δανεικός στην Σάντερλαντ.

Μια καριέρα που στιγματίστηκε από πολλαπλούς και αλλεπάλληλους τραυματισμούς. Τραυματισμοί στους οπίσθιους μηριαίους, στη βουβωνική χώρα, στα γόνατα, μερικοί από τους οποίους τον ταλαιπώρησαν και του στοίχισαν πολύτιμο αγωνιστικό χρόνο. Πάνω που ανάρρωνε κάτι θα γινόταν και θα έπρεπε να μείνει εκτός για 2-3 μήνες, πραγματοποιώντας μόλις 95 εμφανίσεις συνολικά με την Σίτι. Σίγουρα δεν αποτελεί την ιδανική πορεία στην καριέρα ενός αθλητή.

«Αν μετανιώνω για κάτι στην καριέρα μου είναι το γεγονός ότι άρχισε να ανακάμπτει η υγεία μου στο δεύτερο μισό της καριέρας μου. Και αυτό, γιατί υπό τον Μαρκ Χιουζ, όσο ήμουν στην Σίτι, δινόταν περισσότερη έμφαση στο να μαθαίνεις τι χρειάζεται για να γίνεις επαγγελματίας και εντός και εκτός γηπέδου. Εύχομαι να είχα παίξει περισσότερο, όμως έμαθα πολλά για το σώμα μου την περίοδο που ήμουν τραυματισμένος. Δεν κατηγορώ κανέναν για τις ατυχίες μου. Έτσι και αλλιώς, στο τέλος την βρήκα την άκρη. Εύχομαι να ήταν λίγο πιο εύκολο, αλλά έτσι είναι η ζωή».

Ο Μαρκ Χιουζ αποτελεί με διαφορά τον αγαπημένο του προπονητή, καθώς, όπως δήλωσε, τον βοήθησε να πάει το παιχνίδι του στο επόμενο επίπεδο. Δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο και για τον Μαντσίνι. Η μεταξύ τους ένταση εμφανής. Ο Νέντουμ κάποτε είχε κρίνει τον τρόπο λήψης αποφάσεων του Ιταλού τεχνικού, ενώ εκείνος είχε αναφέρει πως μπορεί να μείνει στην Σίτι, μιας και μεγάλωσε σε αυτή την ομάδα, αλλά ήξερε πως είναι δύσκολο να παίζει συχνά.

«Ο Μαντσίνι ήταν ο πιο δύσκολος στην επικοινωνία, από τους προπονητές με τους οποίους έχω συνεργαστεί. Είχε ένα πολύ συγκεκριμένο όραμα για τον σύλλογο, αλλά όχι ένα που μπορούσαμε να δούμε όλοι εξ αρχής. Έπαιξε σίγουρα ρόλο στην αποχώρησή μου, καθώς ένας ποδοσφαιριστής πρέπει να παίζει για να είναι πραγματικά χαρούμενος. Παρόλα αυτά, το bad blood μεταξύ μας δεν ήταν ποτέ τόσο σοβαρό, ώστε να προκαλέσει προβλήματα πέρα από την διαφορά στις αντιλήψεις μας».

Εκτός από την Μάντσεστερ Σίτι, έχει τιμήσει με την παρουσία του τις Σάντερλαντ, Κουίνς Παρκ Ρέιντζερς και Ρίαλ Σολτ Λέικ. Έχει αγωνιστεί πλάι και κόντρα σε πολλά μεγάλα ονόματα του ποδοσφαίρου και εννοείται πως όλο και κάποιους έχει ξεχωρίσει, ενώ αποκαλύπτει με ποιον παίκτη θα ήθελε να παίξει, ποιους απολαμβάνει να βλέπει, αλλά και ποιας ομάδας μέρος επιθυμούσε κάποτε να ήταν.

«Ο αγαπημένος μου συμπαίκτης ήταν με διαφορά ο Σον Ράιτ Φίλιπς, ενώ ο πιο δύσκολος αντίπαλος ήταν ο Γουέιν Ρούνεϊ. Και εννοείται ότι θα ήθελα να είχα παίξει με τον Μέσι, έστω και μια φορά. Λάτρευα να παίζω στην Σίτι, ήταν άλλωστε, η ομάδα της πόλης που μεγάλωσα. Ήταν τιμή μου να φορέσω αυτή την εμφάνιση και να αγωνιστώ σε αυτό το μεγαλειώδες γήπεδο. Ίσως, όμως, στην Ευρώπη να ήθελα να παίξω με την Μπαρτσελόνα. Είδωλο με όλη την σημασία της λέξης δεν είχα, αλλά ήταν ορισμένοι, που απολάμβανα να τους βλέπω να παίζουν. Πρώτα ήταν ο Ίαν Ράιτ και στη συνέχεια ο Τιερί Ανρί».

Ανάμεσα στους αμέτρητους συμπαίκτες του, ένας είναι γνώριμος και πολύ αγαπητός στο ελληνικό κοινό. Από το 2005 έως το 2008 ο Νέντουμ συνεργάστηκε με τον Γιώργο Σαμαρά, την εποχή που ο Έλληνας διεθνής ήταν στα καλύτερά του και περιζήτητος από πολλές ομάδες της Ευρώπης. Τελικά, η Premier League τον κέρδισε, και όχι αδίκως, και η Μάντσεστερ Σίτι τον απέκτησε έναντι 8,5 εκατομμυρίων ευρώ.

«Μου άρεσε πολύ ο Γιώργος και απολάμβανα να παίζω μαζί του. Ήταν πολύ δυναμικός και πολύ καλός στο τελείωμα, σίγουρα αποτέλεσε σημαντικό μέλος της ομάδας. Προσωπικά, ήθελα να μείνει περισσότερο, όμως, όπως συμβαίνει και στις περισσότερες μεταγραφές, ένας παίκτης θέλει να φύγει από εκεί που βρίσκεται και ένας σύλλογος να τον αγοράσει. Όσο και να ήθελα να μείνει, δεν λειτουργεί έτσι το ποδόσφαιρο».

Κάπως έτσι, βάση αυτών των μικρών αλλαγών που αναγκαστικά γίνονται στο ποδόσφαιρο, ο Νέντουμ πήρε την απόφαση να αλλάξει... παραστάσεις. Ωραία η Ευρώπη, αν μη τι άλλο διαθέτει τα πιο ανταγωνιστικά πρωταθλήματα. Όμως, για έναν ποδοσφαιριστή αποτελεί πρόκληση να περάσει αυτά τα σύνορα και να δοκιμάσει την τύχη του άλλου.

Περισσότερο πρόκληση για τον ίδιο. Δεν έχει να αποδείξει τίποτα σε κανέναν, πέρα από το να δώσει την ευκαιρία στον εαυτό του να γεμίσει εμπειρίες, δοκιμάζοντας διαφορετικά και, ίσως, όχι και τόσο αποδεκτά από την κοινή γνώμη, πράγματα. Ήρθε, λοιπόν, στην ζωή του η Αμερική και η Ρίαλ Σολτ Λέικ.

«Το MLS είναι πολύ διαφορετικό από την άποψη του πως λειτουργεί, και όμως το ποδόσφαιρο είναι καλό και το ένιωθα οικείο. Οι φίλαθλοι στα γήπεδα είναι πιο φιλικοί γενικά και οι περισσότεροι σύλλογοι έχουν ιδρυθεί πολύ πιο πρόσφατα, απ’ ότι έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε σε άλλα πρωταθλήματα στον κόσμο. Επομένως, δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισης και αυτή η συνθήκη επηρεάζει την συζήτηση γύρω από το μη ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Αγωνίζονται αρκετοί φανταστικοί παίκτες και πραγματικά απόλαυσα την ευκαιρία να δοκιμάσω κάτι νέο».

Πέρα από τις καλές στιγμές, δεν μπορούν να λείπουν, φυσικά, από το ποδόσφαιρο και οι διαμάχες. Οι περισσότερες βέβαια λήγουν όμορφα και δεν κρατάνε περισσότερα από λίγα λεπτά, ίσως και δευτερόλεπτα. Είναι, όμως, και μερικές που σε φτάνουν στα... όριά σου.

Μια τέτοια στιγμή έλαβε χώρα μεταξύ του Νέντουμ και του Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς στις 29 Απριλίου 2019, όταν η ομάδα του αναμετρήθηκε με την LA Galaxy. Σε μια έντονη αψιμαχία, από αυτές στις οποίες εμπλέκεται συχνά ο πρώην Σουηδός διεθνής, ο Νέντουμ τον κατηγόρησε για foul play και πως απειλούσε να τον τραυματίσει κατά την διάρκεια ενός παιχνιδιού. Τον αποκάλεσε μάλιστα, «αλλαζόνα», «ασεβή» και «εντελώς αγροίκο».

«Θεωρώ ότι είναι πολύ ενδιαφέρον χαρακτήρας. Πραγματικά ένα απίστευτο ταλέντο και ποδοσφαιρικό είδωλο, όμως διχάζει συνάμα με μερικά πράγματα που κάνει και λέει. Το ότι μου δόθηκε η ευκαιρία να παίξω εναντίον του είναι θαυμάσια εμπειρία και είναι αναμφίβολα ένας από τους καλύτερους της γενιάς του. Όμως, ο τρόπος με τον οποίο μου συμπεριφέρθηκε την ημέρα της διαφωνίας μας δεν ήταν καλός. Δεν πιστεύω πως όλες οι απειλές του είναι «άδειες» και είναι δύσκολο να ακούσεις και να συνταχθείς με τις πεποιθήσεις του. Όσον αφορά τους τσακωμούς, οι περισσότεροι παίκτες δεν έμπλεξαν ποτέ σε αληθινούς και συμπεριλαμβάνω και τον εαυτό μου. Διαφωνίες, παρόλα αυτά, υπήρξαν άφθονες, όπως θα περίμενε κανείς πάνω στην ένταση της... μάχης».

Η περίοδος που επέλεξε να μετακομίσει στην Αμερική ήταν μια από τις χειρότερες κοινωνικά και πολιτικά των τελευταίων ετών, χωρίς να το γνώριζε ή να μπορούσε να το προβλέψει. Η διακυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ δίχασε τον κόσμο όσο καμία άλλη, τους έβαλε σε αντίπαλα στρατόπεδα, διακινδύνευσε δικαιώματα ανθρώπων, οι οποίοι έδωσαν αγώνες να τα διεκδικήσουν, άσχετα που τους αναλογούσαν από τη στιγμή που γεννήθηκαν. Δόθηκε έμφαση στα προνόμια της... άριας φυλής και ως εκ τούτου αυξήθηκε η εγκληματικότητα ακόμη περισσότερο κατά των έγχρωμων συνανθρώπων μας.

Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, ήταν ο άδικος θάνατος του Τζορτζ Φλόιντ, ενός 46χρονου πατέρα πέντε παιδιών, που έφυγε από τα χέρια αστυνομικού, γιατί ήταν... μαύρος. Η Αμερική φλεγόταν, το κίνημα Black Lives Matter «γεννήθηκε», αλλά ο φόβος ως έναν βαθμό παραμόνευε. Εκτός, φυσικά, και αν περικλείεσαι από ανθρώπους που σε αγαπούν και σε προστατεύουν.

«Οι ομάδες γενικά τείνουν να προστατεύουν τους παίκτες τους, οπότε δεν βρέθηκα ποτέ σε κάποια θέση που δεν ήθελα να βρεθώ. Εκείνη την περίοδο υπήρχαν ξεκάθαρα προβλήματα στην χώρα, αλλά δεν μπορώ να πω ότι φοβόμουν. Απλώς, ήμουν πιο προσεκτικός με τις πράξεις και τα λόγια μου. Άλλωστε, το πιο σημαντικό πράγμα τότε ήταν να επιβιώσω από την πανδημία και να μπορέσω να κρατήσω την οικογένειά μου ασφαλή».

Εννοείται πως έπρεπε να θέσω την φλέγουσα ερώτηση των τελευταίων μηνών που προκαλεί αναστάτωση στον κόσμο του ποδοσφαίρου. MLS ή Σαουδική Αραβία; Ή μήπως... τίποτα από τα δύο;

«Είμαι της άποψης ότι οι παίκτες θα πρέπει να έχουν την ελευθερία να δουλέψουν, όπου τους θέλουν. Επίσης, ο καθένας έχει διαφορετικά κίνητρα σε σχέση με την ομάδα στην οποία αγωνίζεται. Για κάποιους είναι τα λεφτά, για άλλους η τοποθεσία και πάει λέγοντας. Όσο μεγαλώνουμε οι επιλογές μας περιορίζονται, επομένως οι ομάδες που εκφράζουν ενδιαφέρον, σου επιτρέπουν να συνεχίσεις την καριέρα σου. Πρέπει να τις παίρνεις στα σοβαρά αυτές τις προσφορές, από όπου και αν προέρχονται. Οι άνθρωποι θα σκέφτονταν με τον ίδιο τρόπο αν βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση με τους παίκτες που παίρνουν την απόφαση να φύγουν από τα καθιερωμένα πρωταθλήματα, αναζητώντας το ποδόσφαιρο αλλού».

Όσες επιτυχίες και αν σημείωσε σε διασυλλογικό επίπεδο, δυστυχώς δεν συνέβη το ίδιο και σε εθνικό. Αγωνίστηκε μόνο στις Εθνικές Αγγλίας κ20 και κ21, ενώ είχε την δυνατότητα να αγωνιστεί και με την Εθνική Νιγηρίας. Ο Μπέρτι Βογκτς, άλλοτε προπονητής της Εθνικής Νιγηρίας, τον είχε καλέσει να εκπροσωπήσει την χώρα στο African Cup of Nations το 2008.

Εκείνος, απέρριψε την πρόταση, φοβούμενος πως αν απουσίαζε έναν μήνα σε διεθνείς υποχρεώσεις, ο τεχνικός της Μάντσεστερ Σίτι, που μόλις είχε αλλάξει, θα του έπαιρνε την θέση, δίνοντας την σε κάποιον άλλον... διαθέσιμο. Τελικά, λίγο οι τραυματισμοί, λίγο αυτές οι αποφάσεις δεν του επέτρεψαν να ζήσει την εμπειρία με κανένα από τα δύο Εθνόσημα.

«Μακάρι να είχα παίξει διεθνές ποδόσφαιρο, όπως και πολλοί άλλοι συμμερίζονται αυτό το συναίσθημα. Άσχετα με το ποδοσφαιρικό κομμάτι, θεωρώ τον εαυτό μου πολύ προνομιούχο που μεγάλωσα στην Αγγλία, ενώ παράλληλα έχω πολύ δυνατές ρίζες στην πατρίδα μου, την Νιγηρία. Είμαι, ίσως, κάποιος με δύο ταυτότητες. Πάντα ανυπομονούσα για την στιγμή που θα με ζητούσαν και τα δύο Έθνη, αλλά δεν ήταν γραφτό να γίνει. Παρακολουθώ, όμως, και τις δύο ομάδες και υποστηρίζω τους φίλους μου που αγωνίζονται».

Τα παπούτσια του τα έχει κρεμάσει, αλλά το ποδόσφαιρο δεν έχει βγει από την ζωή του. Πώς να μπορεί άλλωστε; Όταν είσαι μαθημένος μια ολόκληρη ζωή σε έναν συγκεκριμένο χώρο υπό συγκεκριμένες συνθήκες, δεν είναι καθόλου εύκολο να την διαγράψεις. Όταν ζεις και αναπνέεις χρόνια αυτό που κάνεις, δεν απαλλάσσεσαι ποτέ και δεν θες, κιόλας.

Τώρα έχει αναλάβει χρέη αναλυτή στο ESPN, εμφανίζεται στο BBC, συνεχίζει να στηρίζει την Σίτι σε ρόλο Community Ambassador, αυτή τη φορά, ενώ παράλληλα έχει εισχωρήσει και στον κόσμο των podcast με την εκπομπή «Kickback with Nedum».

«Η συνταξιοδότηση μέχρι στιγμής πάει καλά για εμένα. Απολαμβάνω την ελευθερία του να δουλεύω όποτε θέλω και όπου θέλω, κάτι που δεν μπορούσα να κάνω σαν παίκτης. Παρόλα αυτά, νιώθω ότι πέτυχα, καθώς έζησα το όνειρο πολλών αγοριών και κοριτσιών. Και το έκανα για 16 ολόκληρα χρόνια! Μπορεί να μην κέρδισα πολλά τρόπαια όσο έπαιζα, όμως είμαι ευπρόσδεκτος σε όλες τις ομάδες που έχω υπάρξει παίκτης και έχω τον σεβασμό πολλών από τους ανθρώπους για τους οποίους και με τους οποίους δούλεψα, και αυτό είναι ανεκτίμητο».

Δεν θα μπορούσα να παραλείψω να τον ρωτήσω φυσικά και για την μάστιγα του Snus. Ένα προϊόν νικοτίνης το οποίο έχει προκαλέσει σάλο για την εθιστικές του ιδιότητες και εξαπλώνεται όλο και περισσότερο στον ποδοσφαιρικό χώρο. Πλέον, και έξω από αυτόν, ενώ μέχρι και στην Ελλάδα υπάρχει μια εξοικείωση μεταξύ νεαρών ηλικιών.

Στην Κρήτη – δεν πάει πολύς καιρός – τρεις μαθητές γυμνασίου, μετά από κατανάλωση Snus, λιποθύμησαν και πήγαν άρον άρον στο νοσοκομείο. Τελικά, τα παιδιά γλίτωσαν τα χειρότερα, όμως η ραγδαία εξάπλωση του φαινομενικά άκακου αυτού προϊόντος κρύβει περισσότερους κινδύνους απ’ ότι είναι ορατοί με γυμνό μάτι.

«Όταν πρωτοξεκίνησα την καριέρα μου, οι μόνοι παίκτες που έκαναν χρήση του ήταν εκείνοι που είχαν αγωνιστεί στην Σκανδιναβία. Δεν το πολυκαταλαβαίναμε και δεν ήταν εύκολα προσβάσιμο, έτσι και αλλιώς. Όσο περνούσε, όμως, ο καιρός γινόταν όλο και πιο διαθέσιμο και πολλοί παίκτες ήταν πρόθυμοι να το δοκιμάσουν. Και εξαιτίας του ότι βασίζεται στην νικοτίνη, αρκετοί είναι εκείνοι, οι οποίοι έχουν εθιστεί. Επειδή, δεν αναφέρονται οι υγειονομικοί κίνδυνοι, όπως θα έπρεπε, και πλέον η χώρα παράγει το δικό της προϊόν, είναι σύνηθες να το συναντάμε και σε εργασιακά περιβάλλοντα. Δεν το χρησιμοποιώ, αλλά μια φορά το είχα δοκιμάσει. Πιστεύω ότι κάποια μέρα θα αρχίσουν να μιλάνε για αυτό σε πιο ευρεία κλίμακα, όμως όταν έχεις ένα προϊόν διαθέσιμο στο κοινό, θα είναι δύσκολο να το απομακρύνεις από μια μερίδα ανθρώπων που ψάχνουν να “φτιαχτούν” και θεωρούν ότι δεν επηρεάζει τις επιδόσεις τους».

Ως Community Ambassador της Σίτι συνεχίζει να την παρακολουθεί, να την στηρίζει και να συμμετέχει με τον δικό του τρόπο στην μεγαλειώδη πορεία που σημειώνει. Φυσικά, ο Γκουαρδιόλα είναι το μεγάλο μυαλό πίσω από αυτήν την εξέλιξη και αποτελεί έναν από τους αγαπημένους του προπονητές. Αναγνωρίζει την βοήθεια που έχει προσφέρει, την δουλειά που έχει ρίξει, αλλά και το πως έχει αποτελέσει σημαντικό παράγοντα στην διαμόρφωση της ποδοσφαιρικής κουλτούρας στον σύλλογο.

Απολαμβάνει όσο τίποτα το παιχνίδι των «πολιτών» και μόλις πρόσφατα είχε την ευκαιρία να το θαυμάσει και στην Ελλάδα, στο Super Cup 2023 τον Αύγουστο, όπου αντιμετώπισαν την Σεβίλλη και, μετά την κατάκτηση του Champions League πρόσθεσαν ακόμη ένα Κύπελλο στην συλλογή τους.

«Δεν είχα ξαναέρθει στην Αθήνα και ήμουν πολύ ενθουσιασμένος να δω πως θα ήταν. Πέρασα πολύ όμορφα και ένιωσα τυχερός να βρίσκομαι εκεί να παρακολουθήσω από κοντά μια ομάδα που υποστηρίζω. Οι Έλληνες ήταν πολύ φιλικοί και η διοργάνωση απίστευτα οργανωμένη. Ε, και το γεγονός ότι τελείωσε με νίκη της Μάντσεστερ Σίτι, κάνει ακόμη πιο αξιομνημόνευτη αυτή την εμπειρία».

Σουζάννα Μποντίνη