Η κληρονομιά που άφησε τον κάνει αληθινά σπουδαίο

Παραμένει ο μόνος προπονητής που οδήγησε την ομάδα του σε τρεις διαδοχικούς νικηφόρους ευρωπαικούς τελικούς και 15 χρόνια μετά τον θάνατο του παραμένει ο μόνος που κατέκτησε τρεις φορές το Κύπελλο Πρωταθλητριών. Ο Μπομπ Πέισλι σκανδαλωδώς, μέχρι και σήμερα δεν πήρε έστω μετά θάνατον το τίτλο του Σερ για αυτά που πρόσφερε στο ποδόσφαιρο, αλλά αυτό είναι κάτι που η οικογένεια του δεν κυνήγησε ποτέ.



Η κληρονομιά που άφησε τον κάνει αληθινά σπουδαίο

Ο πιο χαμηλών τόνων άνθρωπος που δούλεψε ποτέ σε μεγάλη ομάδα, οδήγησε τη Λίβερπουλ μέσα σε εννιά χρόνια, από το 1974 έως το 1983 σε έξι πρωταθλήματα, τρία Πρωταθλητριών, ένα ΟΥΕΦΑ, ένα Ευρωπαικό Σούπερ Καπ και τρία Λιγκ καπ, διεκδικώντας κάθε χρόνο όλους τους τίτλους. 
 
Καθόλου κακή επίδοση για κάποιον που ξεκίνησε τη θητεία του με αμφισβήτηση όταν διαδέχτηκε τον μυθικό Μπιλ Σάνκλι στον πάγκο της Λίβερπουλ και επί των ημερών (κάτι που ξεχνάνε πολλοί) τη μετέβαλλε στην πιο επιτυχημένη αγγλική ομάδα. Στο εξαιρετικό βιβλίο του John Keith «Manager of the Millennium» που εξιστορεί τη ζωή του Πέισλι,  υπάρχει ένα γεγονός που δείχνει το πόσο σημαντικός υπήρξε. Ήταν το τέλος της σεζόν 1976-77 όταν η Λίβερπουλ κυνηγώντας το τρεμπλ, πήρε τελικά το Κύπελλο Πρωταθλητριών και το πρωτάθλημα για δεύτερη σερί σεζόν, αλλά έχασε από τη Γιουνάιτεντ στον τελικό του Κυπέλλου Αγγλίας. Τη πρώτη αγωνιστική της περιόδου 1977-78,  ο Πέισλι μπήκε στα αποδυτήρια και ρώτησε τον αρχηγό Εμλιν Χιουζ να του πει ποιά διαφορά είχαν από τον αντίπαλο τους στη πρεμιέρα που ήταν η Κόβεντρι. «Είμαστε οι πρωταθλητές Ευρώπης και Αγγλίας και αυτοί μόλις σώθηκαν πέρσι» είπε ο Χιουζ πιστεύοντας πως ήταν αυτό που ήθελε να ακούσει ο προπονητής του. Τα μάτια του Πέισλι άστραψαν και με την χαρακτηριστική προφορά του από τη Βορειοανατολική Αγγλία, τόνισε προσέχοντας μία-μία τις λέξεις του. «Είναι η πρώτη αγωνιστική, μίας καινούργιας χρονιάς και από ότι θυμάμαι δεν έχουμε κερδίσει τίποτα ακόμη για φέτος, όπως και  αυτοί. Αρα μέχρι να είστε οι φετινοί πρωταθλητές να το θυμάστε στο μυαλό τους πως δεν σας ξεχωρίζει το παραμικρό από αυτούς».
 
Ο Πέισλι μεγαλωμένος όπως όλοι στην ηλικία του και στην εποχή του με δυσκολίες, προτιμούσε τα έργα από τα λόγια. Σπάνια μιλούσε για τακτικές, για περίπλοκα συστήματα και για πολλή ώρα, αλλά όποιος δούλευε μαζί του αντιλαμβανόταν πόσο καλά ήξερε το ποδόσφαιρο. Όταν το 1980 πλήρωσε ένα εξωφρενικά μεγάλο ποσό, 300.000 λίρες στη Τσέστερ,  για ένα άγνωστο ψιλόλιγνο παιδί που λεγόταν Ιαν Ρας, περίμενε έξι μήνες  πριν τον ρίξει στα βαθιά. Όταν όλοι έλεγαν πως είναι πεταμένα λεφτά αυτός εκμυστηρεύτηκε στο (μετέπειτα διάδοχο του) Τζο Φάγκαν πως θα γίνει ο καλύτερος φορ στο πρωτάθλημα. Ο Ρας εξελίχτηκε στο πρώτο σκόρερ στην ιστορία της ομάδας. Όταν έφυγε ο Κέβιν Κίγκαν για το Αμβούργο, το 1977, όλοι προέβλεπαν το τέλος της Λίβερπουλ, αλλά μέσα σε λίγες μέρες πλήρωσε, λιγότερα και έφερε τον μεγαλύτερο παίκτη στην ιστορία του κλαμπ τον Κένι Νταλγκλίς! Και στο πρόσωπο του αποτυχημένου στην Τότεναμ, δεξιού χαφ στη Μίντλεσμπρο Γκρέιαμ Σούνες «είδε»  το δεκάρι που θα αντικαθιστούσε τον μυθικό Ιαν Κάλαχαν, ως δεκάρι της ομάδας!
 
Οι τίτλοι που κατέκτησε δεν τίθενται σε συζήτηση, ούτε η προσφορά του. Αλλά εκείνο που πάνω από όλα άφησε ως κληρονομιά, φεύγοντας το 1983 ήταν ο τρόπος παιχνιδιού. Το pass and move, το παιχνίδι με πολλές πάσες και τη μπάλα στο έδαφος, άλλαξε τη λογική που επικρατούσε στην Αγγλία πως κερδίζεις μόνο με τη δύναμη, τις σέντρες  και την άκρατη επίθεση. Οι δύο κεντρικοί αμυντικοί στην ευθεία, που ξέρουν μπάλα και την κατεβάζουν, ξεκινώντας ήρεμα το παιχνίδι ήταν δικό του «παιδί» σε ένα ποδόσφαιρο που είχε συνηθίσει να παίζεται με εκατό μίλια την ώρα σε ταχύτητα. Με τον Χάνσεν και τον Λόρενσον να φτιάχνουν ένα αξεπέραστο δίδυμο, άλλαξε τον τρόπο σκέψης σε αυτή τη θέση και οδήγησε και άλλους, με πρώτο τον Σερ Αλεξ Φέργκιουοσν σε διαφορετικές αναζητήσεις.
 
Χτυπημένος από τη Νόσο του Αλτζχάιμερ, άφησε τη τελευταία του πνοή στις 14 Φλεβάρη του 1996. Όμως η ποδοσφαιρική του κληρονομιά παραμένει ολοζώντανη και θα υπενθυμίζει πόσο σπουδαίος ήταν. Και ας μην τον τίμησαν όσο έπρεπε, με το τίτλο του Ιππότη, κάποιοι  γραφειοκράτες.