Κι ας παθαίνει vertigo ο Σμόλινγκ με τον Αγουέρο...

Με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ να έχει επιστρέψει στις υψηλές μεταγραφικές διεκδικήσεις, να μπαίνει στην εποχή του Λουίς Φαν Χάαλ και να ανακοινώνει μια συμφωνία-μαμούθ με την Adidas για τη δεκαετία 2015-25, οι οπαδοί της ανακτούν σχεδόν καθημερινά μια αίσθηση που ήταν χαμένη πριν ακόμα καταρρεύσει ο κόσμος (τους) με την αποχώρηση του Σερ Αλεξ Φέργκιουσον. Γράφει ο Γιάννης Μπίλιος.



Κι ας παθαίνει vertigo ο Σμόλινγκ με τον Αγουέρο...

Ακόμα και με τον εμβληματικό Σκωτσέζο εν ενεργεία, η παγκόσμια εμπορικότητα του κλαμπ είχε αρχίσει να δοκιμάζεται σοβαρά λόγω της… ισπανικής επέλασης στην πρωτοκαθεδρία αγωνιστικών επιτυχιών και μεταγραφικών δαπανών αλλά και η ανταγωνιστικότητα της Γιουνάιτεντ στο μεταγραφικό παζάρι είχε πληγεί εμφανώς, λόγω των μεγάλων χρεών με τα οποία έχει φορτώσει το σύλλογο η οικογένεια Γκλέιζερ.

Η εφιαλτική σεζόν με τον Ντέιβιντ Μόιες στον πάγκο σήμανε και την αγωνιστική καταβαράθρωση της ομάδας, γεγονός που ήρθε να επιβεβαιώσει αυτή την απώλεια (αγωνιστικής, οικονομικής, εμπορικής) δυναμικής, η οποία είχε αρχίσει να διαφαίνεται τα τελευταία τρία-τέσσερα χρόνια της «βασιλείας» του Φέργκιουσον, όσο και αν η ομάδα έπαιρνε τίτλους ή έφτανε στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ. Αποτέλεσμα της απώλειας (και) της αγωνιστικής ισχύος, ήταν να χαθεί μέσα σε ένα χρόνο η αίσθηση υπεροχής και «ελέγχου της κατάστασης» στην Πρέμιερ Λιγκ, την οποία είχε οικοδομήσει μοναδικά επί δύο δεκαετίες ο Σερ Αλεξ.

Δεν αξιώθηκα πέρσι να πάω σε αγώνα της Γιουνάιτεντ στο Ολντ Τράφορντ, όπως έκανα συστηματικά μία ή δύο φορές κάθε χειμώνα τα τελευταία χρόνια, όμως φίλοι μου που βρέθηκαν στο «ιερό τέμενος» αυτής της ποδοσφαιρικής θρησκείας στα ντέρμπι του Μάρτη με Λίβερπουλ και Μάντσεστερ Σίτι (αμφότερα 0-3) έκαναν λόγο για ένα πλήθος που συνέχιζε μεν να γεμίζει το Ολντ Τράφορντ, αλλά ήταν πλέον βουβό, φοβισμένο και απελπισμένο. Δεν ξέρω αν ο τίτλος θα επιστρέψει άμεσα στη δυτική πλευρά της πόλης, όμως είναι σίγουρο ότι ήδη εξανεμίζεται αυτή η καταραμένη αίσθηση πως «τίποτα πια δεν είναι στο χέρι μας».

Το momentum δείχνει να είναι υπέρ της Γιουνάιτεντ. Με ένα μάνατζερ που έρχεται από ένα αποθεωτικό για τον ίδιο Μουντιάλ, με ένα ρόστερ που αναμένεται πολύ πιο γεμάτο και ποιοτικό, με τα πορτοφόλια ανοιχτά να στέλνουν το μήνυμα ότι «στην ανάγκη, θα δώσουμε και 30 εκατομμύρια για έναν 19χρονο πλάγιο μπακ (σσ: Λιουκ Σόου)» και με την Adidas να επιβεβαιώνει ότι σαν το brand name της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ δεν είναι ΚΑΝΕΝΑ στον ποδοσφαιρικό κόσμο, εγγυούμενη κοντά ένα δισ. ευρώ για τη δεκαετία 2015-25, η διεθνής ποδοσφαιρική πιάτσα ξαναθυμάται ότι εκεί στη βορειοδυτική Αγγλία υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει πάντα ένας από τους πιο καθοριστικούς «παίκτες» της ευρωπαϊκής ποδοσφαιρικής σκακιέρας.

Δεν είμαι της άποψης ότι όλα θα γίνουν όπως παλιά, έτσι εύκολα κι απλά. Τα χρέη μειώνονται, αλλά θα υπάρχουν για χρόνια ακόμα. Ο εσωτερικός ανταγωνισμός είναι πλέον πολύ μεγάλος και η Γιουνάιτεντ δεν υπολογίζει (τουλάχιστον για τη σεζόν 2014-15) στα κάποτε σίγουρα λεφτά του Τσάμπιονς Λιγκ. Αλλά το ποδόσφαιρο δεν άρχισε ούτε θα τελειώσει φέτος, γι’ αυτό και μακροπρόθεσμα ο καθένας θα τοποθετηθεί στο… ράφι που του έχει απονείμει η ποδοσφαιρική ιστορία.

Επειδή ήρθε στην επικαιρότητα το θέμα του πόσα «πιάνει» μια φανέλα, παραθέτω τα στοιχεία που δημοσίευσε η Daily Mail και που δεν έχω λόγο να μην τα πιστεύω. Do the math, καταπώς λένε και οι όπου γης αγγλόφωνοι: 75 εκατομμύρια λίρες επί 10 χρόνια η Γιουνάιτεντ, 31 επί 8 η Ρεάλ, 30 επί 10 Τσέλσι (όλες με Adidas) 34 επί 5 η Αρσεναλ με Puma, 27 επί 10 η Μπάρτσα με Nike, 25 επί 6 η Λίβερπουλ με την αμερικανική φίρμα Warrior και 12 επί 6 η Μάντσεστερ Σίτι με Nike. Για λίρες μιλάμε. Αν θέλετε να τα λογαριάσετε σε ευρώ, πολλαπλασιάστε επί περίπου 1,25. Αν και δε χρειάζεται. Οι διαφορές στους αριθμούς είναι κραυγαλέες.

Ναι, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ δεν λάμπει πια όσο (ακόμα και αυτή) η (άτιτλη φέτος) Μπαρτσελόνα, αλλά είναι κομμάτι μίας από τις πιο ισχυρές «βόρειες» οικονομίες. Εκεί… πάνω, το χρήμα έχει άλλη αξία και οι άνεργοι είναι πολύ λιγότεροι σε σχέση με την Ισπανία. Μπορεί, επίσης, να βλέπει και να… λιμπίζεται (όχι τους παίκτες της ενδεκάδας αλλά) ακόμα τον πάγκο της Μάντσεστερ Σίτι, όμως δεν φαίνεται πουθενά στον ορίζοντα εκείνη η μέρα που η φανέλα της σημερινής πρωταθλήτριας Αγγλίας θα μπορεί να προσελκύσει μια επένδυση σαν αυτή που έκαναν η Adidas και η Chevrolet στην συμπολίτισσά της. Ούτε η μέρα που θα παίζει μπροστά σε 75 χιλιάδες γεμάτα καθίσματα. Μπορεί επίσης, να ζηλεύει η Γιουνάιτεντ την αγωνιστική και δημοσιονομική υγεία της Μπάγερν, αλλά δε θα βρεις τους Βαυαρούς ανταγωνιστικούς με αυτήν σε κανένα πίνακα αξίας, εμπορικότητας και διεθνούς δημοφιλίας.

Η βίαιη και θεαματική πτώση της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ πυροδότησε πολλή κουβέντα για το τι μέλλον την περιμένει. Κάποτε, τα μεγαλεία των 60s ακολούθησε ο υποβιβασμός του 1974. Αλλά και στο πολύ πιο πρόσφατο παρελθόν, η Λίβερπουλ έζησε (βασικά ζει ακόμα) μια σχεδόν 25ετή απομόνωση από την κορυφή, την οποία είχε κάνει δική της για τις σχεδόν δύο προηγούμενες δεκαετίες.

Πολύ λογικό να φοβούνται οι φίλοι και να ελπίζουν οι εχθροί ότι κάτι τέτοια θα πάθει και η σημερινή έκδοση της Γιουνάιτεντ, όμως στο σημερινό ποδόσφαιρο τα δεδομένα είναι άλλα. Το Τσάμπιονς Λιγκ, η τηλεόραση και η παγκοσμιοποίηση του προϊόντος έχουν δημιουργήσει μια ξεχωριστή «ταχύτητα» που για χρόνια ακόμα θα καθορίζει τα δεδομένα της διεθνούς ποδοσφαιρικής σκηνής. Σε αυτή την ταχύτητα, σε αυτή την ελίτ, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ θα είναι πάντα μεταξύ των κορυφαίων brands, ακόμα και αν λείψει μια χρονιά από την Ευρώπη, ακόμα και αν μείνει δύο ή τρία χρόνια χωρίς τίτλο, ακόμα και αν ο Σμόλινγκ παθαίνει vertigo από μια ντρίπλα του Αγουέρο. Εξάλλου και ο Κουν, αργά ή γρήγορα, θα γυρίσει στην Ισπανία…