Μονόδρομος το Γιουρόπα Λιγκ για την Άρσεναλ

Πολλοί είναι οι φίλοι της Άρσεναλ οι οποίοι θέλουν διακαώς η ομάδα να κατακτήσει το Γιουρόπα Λιγκ, προκειμένου να κερδίσει έτσι τη συμμετοχή στο Τσάμπιονς Λιγκ της επόμενης χρονιάς. Αδιαμφισβήτητα αυτή η σκέψη συνάδει με τα «θέλω» των διοικούντων της ομάδας, αλλά και τα «πρέπει» του… λογιστηρίου.  



Μονόδρομος το Γιουρόπα Λιγκ για την Άρσεναλ

Παρόλο που οι «κανονιέρηδες» παραμένουν ισχυρός οικονομικά σύλλογος, εξαργυρώνοντας κυρίως τις πρακτικές που ακολουθήθηκαν στο παρελθόν, το μέλλον φαίνεται ζοφερό, όσο οι Λονδρέζοι απέχουν από τις αγωνιστικές επιτυχίες και τα οικονομικά οφέλη που συνοδεύουν.

Η οικονομική ευημερία της Άρσεναλ, την τελευταία 20ετία τουλάχιστον, στηρίχθηκε στο τρίπτυχο «Τσάμπιονς Λιγκ- πωλήσεις παικτών- εκμετάλλευση περιουσιακών στοιχείων». Ωστόσο σήμερα κάθε ένας από αυτούς τους τρεις πυλώνες έχει υποστεί αποδόμηση:

1) Τσάμπιονς Λιγκ: “Περασμένα μεγαλεία” οι συνεχόμενες παρουσίες των «Κανονιέρηδων» στη διοργάνωση, όταν είχαν ταυτιστεί με την τέταρτη κυρίως θέση της Πρέμιερ Λιγκ, που οδηγούσε στο Τσάμπιονς Λιγκ. Την τελευταία δεκαετία, δηλαδή από τη σεζόν 2010/11, η Άρσεναλ έχει συμμετάσχει 6 φορές, έχοντας υποστεί ισάριθμους αποκλεισμούς στην φάση των «16». Αν και δεν συνιστά επιτυχία το ότι δεν προχώρησε πιο μακριά στο θεσμό, κατάφερε να αποκομίσει σημαντικά οικονομικά ποσά και μόνο με την εμφάνισή της. 

Τελευταία χρονιά για που η Άρσεναλ έπαιξε στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση ήταν η σεζόν 2016/17. Έκτοτε αγωνίζεται στο Γιουρόπα Λιγκ με 4 συναπτές συμμετοχές, μαζί με την φετινή, φτάνοντας μάλιστα μια φορά στα ημιτελικά (2017/18) και τον τελικό του θεσμού (2018/19). Περιττό βέβαια να εξηγήσουμε τη διαφορά των δύο ευρωπαϊκών διοργανώσεων σε οικονομικό επίπεδο για τους συμμετέχοντες.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα το γεγονός ότι μία νίκη στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ ισοδυναμεί με 2,7 εκατ. ευρώ, ενώ το αντίστοιχο ποσό για το Γιουρόπα Λιγκ είναι λιγότερο από το ένα τέταρτο αυτού (570.000 €). Συν τοις άλλοις, ας μη λησμονούνται και οι συμφωνίες για τα τηλεοπτικά ή ακόμα και η αξία των παικτών και της ομάδας που εξαρτώνται εν πολλοίς από ποια διοργάνωση συμμετέχουν.

2) Πωλήσεις παικτών: Κυρίως την εποχή με τον Αρσέν Βενγκέρ στο πάγκο της ομάδας, η Άρσεναλ είχε υιοθετήσει τη λογική «αγοράζω φτηνά-πουλάω ακριβά», μια λογική με την οποία εναρμονίστηκε κι εφάρμοσε ο Αλσατός τεχνικός.

Φτάνει μόνο να αναφέρουμε ότι για τους Φάμπρεγας, Κόλο Τουρέ και Φαν Πέρσι δαπανήθηκαν συνολικά 7.885.000 € κι απέφεραν πίσω στο σύλλογο 83,4 εκατ. ευρώ. Το παρόν όμως έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με τις τακτικές του παρελθόντος. Πλέον η ομάδα επενδύει πρωτίστως για να ενισχυθεί η ίδια αγωνιστικά, παρά να καρπωθεί έσοδα από μεταγραφές σε άλλα κλαμπ. 

Ο Βενγκέρ σίγουρα θα κατάφερνε πολλά περισσότερα αν είχε στη διάθεσή το ποσό που δόθηκε για την απόκτηση των Ομπαμεγιάνγκ, Λακαζέτ ή Νικολά Πέπε. Μόνο ο τελευταίος, κόστισε 80 εκατομ. ευρώ για τη μετακίνησή του από τη Λιλ.

3) Περιουσιακά στοιχεία: Εκτός από το έμψυχο υλικό των «κανονιέρηδων», η Άρσεναλ είχε σημαντικά κέρδη επενδύοντας στην ευρύτερη περιοχή του «Highbury», πρώην έδρα της ομάδας. Έχοντας επενδύσει στην κατασκευή διαμερισμάτων στη θέση του παλιού γηπέδου.

Σημαντική η οικονομική εκμετάλλευση της περιοχής, με την πώληση 362 διαμερισμάτων έως το 2010, να αποφέρει στο σύλλογο παραπάνω από 180 εκ. ευρώ, δίνοντας ένα «σωσίβιο» για την αποπληρωμή των δανείων που κόστισε η κατασκευή του «Emirates». Κάπου εδώ όμως τελειώνουν τα καλά νέα που αφορούν σε εισροή χρήματος. 

Το νέο γήπεδο αποτελεί ακόμα πληγή για τους Λονδρέζους, καθώς προβλέπεται να καταβληθούν 167,69 εκατ. ευρώ για αποπληρωμή χρέους της νέας έδρας, ανάμεσα στα έτη 2028 και 2031.

Μέσα σε όλα, αρχές του έτους έγινε γνωστό πως η Άρσεναλ προχώρησε στη λήψη δανείου από την Τράπεζα της Αγγλίας, ύψους 120 εκατ. λιρών (σχεδόν 140 εκατ. ευρώ), σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει τις οικονομικές πληγές που άφησε η πανδημία στα ταμεία του συλλόγου.

Αν το παρόν μοντέλο και η στρατηγική που ακολουθείται δεν βελτιωθεί, το μέλλον φαντάζει δυσοίωνο. Ναι μεν τα έσοδα και μόνο από την Πρέμιερ Λιγκ δεν είναι ευκαταφρόνητα, έχει διαφορά το να τερματίζεις στη μέση της βαθμολογία από τις πρώτες θέσεις. 

Την περσινή σεζόν, η Άρσεναλ τερματίζοντας στην 6η θέση , κέρδισε 148,2 εκατ. λίρες, σχεδόν 20 εκατομμύρια παραπάνω από τη 10η Έβερτον. 

Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, οι θέσεις έχουν αντιστραφεί. 

Δύσκολο το ντεμαράζ για την Άρσεναλ στο βαθμολογικό πίνακα, με τις 11 εναπομείνασες αγωνιστικές να περιλαμβάνουν αγώνες κόντρα σε Τότεναμ, Λίβερπουλ, Τσέλσι κι Έβερτον.

Βραχυπρόθεσμη λύση θα ήταν η πώληση παικτών, σε μια προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί λιγότερο … κόκκινο μελάνι από τους λογιστές του συλλόγου, όταν θα γράφουν τον ισολογισμό.

Το αγωνιστικό βάρος επωμίζεται ο Μικέλ Αρτέτα ώστε να επαναφέρει την Άρσεναλ σε τροχιά Τσάμπιονς Λιγκ, επαναφέροντας την ομάδα στην ελίτ του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, καθώς η αγωνιστική αίγλη θα φέρει το σύλλογο πιο κοντά στην οικονομική ευημερία. 

Όμως θέλει προσοχή και σοβαρότητα προκειμένου η έκφραση «έξοδος στο Τσάμπιονς Λιγκ μέσω Γιουρόπα» να μην καταλήξει ένα απλό αφήγημα όπως τη σεζόν 2018/19. Η Άρσεναλ είχε βρεθεί στον τελικό του Γιουρόπα Λιγκ απέναντι στην Τσέλσι, με τους «Μπλε» να έχουν ήδη κερδίσει τη συμμετοχή για το ερχόμενο Τσάμπιονς Λιγκ μέσω της 4ης θέσης του πρωταθλήματος. 

Αρκετοί πίστευαν πως η Άρσεναλ -5η τότε στην Πρέμιερ- θα είχε το έξτρα κίνητρο για το τρόπαιο, όμως το κύπελλο «βάφτηκε» μπλε. Κανείς δεν χαρίζει έτσι απλά τρόπαια. Κάθε σύλλογος παίζει για την υστεροφημία του.

Εν κατακλείδι, μονόδρομος η κατάκτηση του Γιουρόπα Λιγκ και η συμμετοχή στο Τσάμπιονς Λιγκ 2021/22 τόσο για την αγωνιστική εικόνα της Άρσεναλ, όσο και για την οικονομική βιωσιμότητα του συλλόγου.

Διονύσης Γαλιατσάτος